Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2011
Λαγοκυνήγι, παρατηρήσεις ενός «απ’ έξω»
Πολλές φορές στην καθημερηνότητά μας ερχόμαστε αντιμέτωποι με καταστάσεις που μας κάνουν να αναθεωρούμε πάγιες θέσεις μας για διάφορα θέματα.
Ενώ είμαστε πεπεισμένοι ότι για κάποιο συγκεκριμένο θέμα, η γνώμη που έχουμε είναι η σωστή, έρχονται έτσι τα πράγματα που μας κάνουν να αλλάζουμε σκέψη και γνώμη.
Το θέμα είναι, αλλάζουμε γνώμη για το συγκεκριμένο θέμα, ή εμμένουμε στις έως τώρα λανθασμένες θέσεις μας;
Τα χρόνια που ως νέοι μπορούσαμε να κυνηγάμε καθημερινά, πέρασαν ανεπιστρεπτί πλέον και η απομάκρυνση από τα πάτρια εδάφη, μάς έκανε πιο επιλεκτικούς όσων αφορά την κυνηγετική μας δραστηριότητα.
Αν προσθέσουμε και την δυσκολία λόγω χώρου τής απόκτησης κυνηγετικού σκύλου, τότε βλέπουμε ότι οι κυνηγετικοί μας ορίζοντες στενεύουν και άλλο.
Θυμάμαι την εποχή της πρώτης κυνηγετικής μου άδειας, πρίν είκοσι πέντε χρόνια, που ως γεωργοί μέναμε στο κτήμα και τα απογευματινά καρτέρια τσίχλας βρίσκονταν λίγες δεκάδες μέτρα από το σπίτι. Τα οικονομικά μας δεν επέτρεπαν «σπατάλες» και έτσι όταν ξεμέναμε από φυσίγγια καθόμασταν και κοιτούσαμε τις τσίχλες να πέφτουν στον λόγγο ατουφέκιστες.
Τότε που τα Απριλιάτικα τρυγόνια βοσκούσαν μέσα στις ελιές και τα προγκούσαμε με το τρακτέρ όταν οργώναμε. Τον Σεπτέμβρη περνούσαν ασταμάτητα και εμείς από άγνοια λέγαμε «μπάά τα περιστέρια του μπαρμπα-Γιάννη είναι».
Τότε, οι λαγοκυνηγοί ήταν λίγοι και σε εμάς τους «πουλάδες» φάνταζαν απλησίαστοι.
Δεν σας κρύβω όμως ότι διέθεταν στα μάτια μας μια διαφορετική γοητεία, αυτή του δύσκολου, του ακατόρθωτου, του τόσο απόμακρου σε εμάς κυνηγίου του λαγού.
Συνάμα δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε τι έβρισκαν αυτοί οι κυνηγοί σε αυτό το θήραμα και στο κυνήγι του, που δεν σήκωναν ποτέ τα μάτια στον ουρανό να κοιτάξουν πετούμενο.
Απορούσαμε πως μπορούσαν και γύριζαν όλη μέρα παρακολουθόντας τα σκυλιά τους, και γύριζαν σπίτι τις περισσότερες φορές «άκαπνοι»
Ατελείωτες συζητήσεις επί συζητήσεων με την παρέα για το πιο κυνήγι αποφέρει την μεγαλύτερη απόλαυση. Βέβαια πάντα η πλάστιγα κατά περίεργο τρόπο έγερνε προς το μέρος μας. Σε αυτό, σίγουρα συνέβαλε το νεαρό της υλικίας και η «δίψα» που είχαμε για ατελείωτες τουφεκιές στο «φτερό».
Παράλληλα προσπαθούσαμε να διακρίνουμε που βρίσκεται αυτή η δυσκολία που κάνει το λαγοκυνήγι ασχολία για λίγους.
Εντάξει, παίρνεις ένα λαγόσκυλο μαθημένο, το πας σε ένα μέρος που νομίζεις ότι μπορεί να έχει λαγό, αυτό βρίσκει τον λαγό και εσύ τον θηρεύεις. Απλά πράγματα.
Περνώντας τα χρόνια, οι ανάγκες τις ζωής μάς έκαναν να αλλάξουμε προτεραιότητες, και ο χρόνος που διαθέταμε για το κυνήγι να μειωθεί πάρα πολύ.
Οι αποστάσεις από τους κυνηγότοπους μεγάλωσαν και τα θηράματα άλλαξαν συνήθειες και τόπους διαβίωσης.
Η παρέα μας όμως έμεινε δεμένη και άσχετα από τις κυνηγετικές προτιμήσεις του καθ’ενός, στο τραπέζι τα θηράματα τιμούνταν από όλους.
Ο αδερφός μου «άρωστος» Φασάς. Μπορεί να υπάρχει στο βουνό ένα μπουλούκι φάσες που βόσκουν, να τις παρακολουθεί για μέρες, να παίρνει μία κάθε φορά και αυτές να ψάχνονται τι συμβαίνει και μειώνονται τα μέλη τους.
Με τους άλλους φίλους, η ασχολία με σκύλους φέρμας ήταν αποκλειστική, και οι στιγμές που έχουμε ζήσει με τα σκυλάκια μας φανταστικές.
Όλα αυτά τα χρόνια υπήρξαν όμως και δυο-τρείς φορές που δοκίμασα το λαγοκυνήγι, αλλά όπως αποδείχθηκε, με λάθος παρέα.
Την μια φορά, με το που λύνει τα σκυλιά ο φίλος αυτά παίρνουν τον κατήφορο, και «μην τα είδατε μην τα απαντήσατε». Μάλλον περίμεναν πως και πως να λυθούν για να γλιτώσουν από το αφεντικό τους. Έδωσα αγώνα για να σηκώσω από την πέτρα και να φύγουμε, τον απαρηγόρητο μέχρι δακρύων, φίλο μου.
Τα σκυλιά τα βρήκε μετά από δυο μέρες τριάντα χιλιόμετρα μακρυά.
Μια άλλη φορά, η Λιάρα και ο Κοκκίνης ακολουθούσαν κατά πόδας το αφεντικό τους από την στιγμή που βγήκαν από το σκυλόκουτο και δεν έδιναν σημασία στους ντορούς και στις κακαράντζες που είχαν αφήσει οι λαγοί από το νυχτερινό τους πάρτυ στην περιοχή.
Αυτή η περίπτωση ήταν η αντίθετη της προηγούμενης αφού τα λαγόσκυλα αυτά υπεραγαπούσαν το αφεντικό τους και δεν ήθελαν να τον αφήσουν στιγμή μόνο.
Σίγουρα δεν είναι αυτός ο τρόπος του λεβέντικου λαγοκυνηγίου όμως πόσοι από εσάς αγαπητοί αναγνώστες δεν έχετε ζήσει παρόμοιες καταστάσεις.
Τα χρόνια πέρασαν και η ζωή τα έφερε έτσι που προστέθηκε στην παρέα μας ένας φίλος που εκτός των άλλων έμαθα ότι ήταν και λαγοκυνηγός.
Έφτασε λοιπόν και η στιγμή που θα τον ακολουθούσα σε εκπαιδευτικό αφού η κυνηγετική περίοδος ακόμα δεν είχε αρχίσει.
Ο άψογος χαρακτήρας του και η κυνηγετική του παιδεία δεν μου άφηναν περιθώρια άρνησης.
Δεν σας κρύβω ότι στην αρχή ήμουν λίγο επιφυλακτικός για το τι θα συναντούσα από θέμα σκύλων, όμως από την πρώτη ματιά κατάλαβα ότι τα σκυλάκια του ήταν οι αγαπημένοι του φίλοι και οι αχώρηστοι σύντροφοι και πρωταγωνιστές στο κυνήγι.
Λάτρης ο ίδιος της φυλής των Beagle, αυτών των μικρών αξιαγάπητων σκύλων που ψάχνουν μεθοδικά σπιθαμή προς σπιθαμή την γη και το κλαφούνισμα τους σε κάνει να ανατριχιάζεις.
Το εκπαιδευτικό τελείωσε με ξεσήκωμα ενός λαγού που όμως δεν τον «πήγαν» τα σκυλιά μακρυά λόγω μικρής υλικίας και εμπειρίας.
Ήταν μια υπέροχη για εμένα μέρα αυτή αφού η απουσία όπλου δεν μείωσε την ευχαρίστηση και την διασκέδαση που μας πρόσφεραν τα μικρά αυτά beagle.
Ύστερα από ατελείωτες συζητήσεις και από κανονικό μάθημα από μέρους του, (ακόμα απορώ με την υπομονή του) κατάλαβα τις δυσκολίες αλλά και τις χαρές αυτού του κυνηγίου.
Όταν επετράπηκε το κυνήγι του λαγού ζήσαμε απίστευτες στιγμές που ο χώρος του περιοδικού δεν φτάνει για να τις διηγηθώ αναλυτικά.
Χωρίς βέβαια να αρνηθώ το κυνήγι με τους σκύλους μου φέρμας, αναθεώρησα την γνώμη που είχα σχηματίσει για το λαγοκυνήγι και τους λαγοκυνηγούς.
Με την προτροπή και την βοήθεια του φίλου αυτού, έψαξα και πήρα και εγώ ένα κουταβάκι beagle από σωστό και καταξιωμένο λαγοκυνηγό λάτρη και αυτού της φυλής των beagle.
Το κουταβάκι το ανέλαβε ο φίλος μου και πλέον έχει γίνει ένα άριστο λαγόσκυλο που το μακρόσυρτο κλαφούνισμά του αντηχεί ακόμα στα αυτιά μου.
Ως ο «απ’έξω» όμως, επιτρέψατέ μου να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις γι’αυτό το κυνήγι.
Πρώτα πρώτα θα πω ότι ο μεγαλύτερος εχθρός του λαγοκυνηγού δεν είναι ούτε η αλεπού ούτε το ζαρκάδι. Μπορεί τα εν λόγω θηλαστικά να φτιάχνουν εξαιρετικά αλεπόσκυλα και ζαρκαδόσκυλα, όμως η ζημιά που κάνει ο νυχτο-λαθροθήρας δεν περιγράφεται.
Είναι σε όλους μας γνωστό ότι το ενδημικό μας θήραμα είναι το μέλλον του κυνηγίου που εξαρτάται μόνο από εμάς εάν θα διατηρηθεί και αυξηθεί.
Χωρίς να θέλω να μειώσω την σημασία της λαθροθηρίας στην μπεκάτσα, στο ορτύκι και στην πέρδικα, ο λαθροθήρας του λαγού θα πρέπει να καταπολεμηθεί σαν το μεγαλύτερο επιβλαβές. Βέβαια η Θηροφυλακή κάνει πολύ καλή δουλειά αλλά με την δική μας βοήθεια θα γίνει ακόμα καλύτερη.
Όσων αφορά τα λαγόσκυλα, ανεξαρτήτως φυλής, θα πρέπει να καταλάβουμε ότι η καθαροαιμία ως πλεονέκτημα εκπαιδευσιμότητας, παίζει σημαντικό ρόλο στο λαγοκυνήγι.
Ακούω από γνώστες λαγοκυνηγούς ότι με το πέρασμα των χρόνων οι λαγοί έχουν αλλάξει συνήθειες και έχουν γίνει πιο δύσκολοι στην ανέυρεση τους.
Πάνε οι εποχές που όλα τα σκυλιά έβγαζαν λαγό αφού έτσι κι’αλλιώς έπεφταν πάνω του.
Η επιλογή του καθ’ενός στο θέμα της απόκτησης κουταβιού ή μαθημένου σκύλου είναι σεβαστή, όμως αν υπάρχει διαθέσιμος χρόνος, αλλιώς θα δεθεί μαζί μας ένα λαγόσκυλο που το έχουμε από μικρό και το έχουμε εκπαιδεύσει εμείς και αλλιώς ένα μεγάλο μαθημένο που απ’ότι ξέρω, αναλόγως και των τόπων που έχει μάθει να κυνηγά εξαρτάται και η απόδοσή του.
Το εάν θα κλαφουνάει τον ντορό ή όχι, και αυτό είναι στην ευχαρίστηση τού καθ’ενός, όμως προσωπική μου γνώμη είναι ότι το σκυλί που κλαφουνάει τον ντορό σε έχει συνέχεια σε εγρήγορση. Απίστευτο συναίσθημα, να βλέπεις το λαγόσκυλο να ακολουθεί τον ντορό και κάπου κάπου να σηκώνει το κεφάλι και να ρίχνει ένα κλαφουνητό. Η καρδιά σου πάει να σπάσει και συνέχεια να λές «τώρα όπου να΄ναι τον σηκώνει».
Τελευταίο άφησα το θέμα με τις φόλες.
Το γιατί μπαίνουν, αν αυτοί που τις ρίχνουν έχουν τοπικιστικού χαρακτήρα εμπάθειες, ή αν μπαίνουν από μη κυνηγούς για εκδικητικούς λόγους, χωράει μεγάλη συζήτηση. Το γεγονός όμως είναι ότι οι φόλες μπαίνουν και κάτι πρέπει να γίνει για να προστατευτούν τα σκυλάκια μας.
Έχω χάσει δυο σκυλιά από φόλα και δεν περιγράφεται ο πόνος.
Δύσκολο να εκπαιδευτούν τα λαγόσκυλα στην άρνηση φόλας αλλά όχι ακατόρθωτο.
Με την βοήθεια κατάλληλου εκπαιδευτή πιστεύω ότι θα υπάρξουν αποτελέσματα.
Τελικά, παρά τις όποιες δυσκολίες και εμπόδια στην άσκησή του, το λαγοκυνήγι ομολογώ ότι είναι ένα από τα συναρπαστικότερα κυνήγια.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Μπράβο σου φίλε που το γύρισες!!! εστω και ως συμπληρωματικό των πουλιών.
ΑπάντησηΔιαγραφήΣου εύχομαι να χαίρεσαι το σκυλάκι και όλα τα σκυλιά σου.
Αλλα ένα πράγμα θα σου πώ σαν συμβουλή, το επόμενο σκυλάκι να το ξεκινήσεις μόνος σου. Γιατί? γιατί λαγοκυνηγός που δεν έχει φτιάξει μόνος του σκυλιά δεν είναι λαγοκυνηγός ή μάλλον πολύ απλά δεν μπορεί να αντιληφθεί το κόπο και τον ιδρώτα που απαιτείται για να γίνει ένα σκυλί. Με αποτέλεσμα να μην είναι και ευγνώμων πολλές φορές σε αυτόν που του έδωσε ή του έφτιαξε το σκυλί.
Δεν ξέρει κανένας άλλος πλην το λαγοκυνηγό να πολεμάει 8 - 10 -15 χρόνια και τα σκυλιά που καταφέρνει να είναι μέτρια, και δώστου πάλι απο την αρχή με το ίδιο μεράκι.
Φιλικά και θα παρακολουθώ τα νέα σου με χαρά.
Θωμάς
Φίλε Θωμά σε ευχαριστώ για το σχόλιο σου, έχεις απόλυτο δίκιο όταν λες ότι ο λαγοκυνηγός πολεμάει τόσα χρόνια με κόπο για να φτιάξει ένα σκυλάκι που θα του κάνει τα κέφια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΌμως όταν δεν υπάρχει η δυνατότητα αυτή λόγω περιορισμένου χρόνου και απόστασης από τον λαγότοπο, τότε αν αγαπάει κάποιος αυτό το κυνήγι βρίσκει τρόπους έστω και με μερικές υποχωρήσεις, να ασχοληθεί μαζί με κάποιον που εμπιστεύεται.
Προσωπικά κάθε φορά που πηγαίνω με τον φίλο μου για κυνήγι δεν με ενδιαφέρει τόσο το αποτέλεσμα όσο το να ακούσω το Beagle μου να κλαφουνάει. Είναι μαγεία.
Και πάλι σε ευχαριστώ.
Χάρηκα
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι ελπίζω οι κυνηγοί ( και πόσο μάλλον οι λαγοκυνηγοί ) σε λίγα χρόνια να έχουν τον δικό σου ή το δικό μας ήθος, γιατί όπως και να το κάνουμε υπάρχουν ακόμα κάποιες φορές που ντρέπομαι να πω ότι είμαι κυνηγός εξαιτίας του στίγματος που αφήνουν τα ρεμάλια οι κρεατοφάγοι στην οικογένεια των κυνηγών.
Συγνώμη αν κάποια κουβέντα δεν αρμόζει στο χώρο.